Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υψηλής πίεσης

См. также в других словарях:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • αεροσυμπιεστής — Μηχάνημα που συμπιέζει ατμοσφαιρικό αέρα ή κάποιο μεμονωμένο αέριο σε κλειστό χώρο, συνήθως κύλινδρο ή αεροθάλαμο. Ο πρώτος α. κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αι. Οι α. χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) χαμηλής πίεσης, όταν συμπιέζουν με… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • αντικυκλώνας — Ζώνη υψηλής πίεσης από την οποία προέρχονται ρεύματα αέρα που κατευθύνονται προς τις ζώνες χαμηλής πίεσης. Η κίνηση των ανέμων που παράγονται με αυτό τον τρόπο ακολουθεί τον νόμο του Φερέλ και γίνεται κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού στο… …   Dictionary of Greek

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»